ἀνθοκόμους

ἀνθοκόμους
ἀνθοκόμος
decked with flowers
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανθοκόμος — ο αυτός που ασχολείται με την ανθοκομία: Θεωρούνταν ένας από τους καλύτερους ανθοκόμους της Αθήνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”